gaudy
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | gaudy |
συγκριτικός | gaudier |
υπερθετικός | gaudiest |
Επίθετο
επεξεργασίαgaudy (en)
- κακόγουστος, χυδαίος, ακαλαίσθητος, κραυγαλέος, φανταχτερός, που είναι πολύ φανταχτερό ή διακοσμημένο, ειδικά όταν είναι υπερβολικό, ή με κακόγουστο ή χυδαίο τρόπο
- ⮡ gaudy decoration - κακόγουστη διακόσμηση
- ⮡ a gaudy display of wealth - χυδαία επίδειξη πλούτου
- ⮡ The furniture was expensive but gaudy.
- Τα έπιπλα ήταν ακριβά αλλά ακαλαίσθητα.
- ⮡ gaudy colors - κραυγαλέα χρώματα
- ⮡ gaudy jewelry/clothes - φανταχτερά κοσμήματα/ρούχα
- ≈ συνώνυμα: blatant, brash, chintzy, flashy, garish, gross, kitsch, ostentatious, showy, tasteless, tawdry και vulgar