flashy
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | flashy |
συγκριτικός | flashier |
υπερθετικός | flashiest |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαflashy (en) (ανεπίσημο, συνήθως κακόσημο)
- φανταχτερός, λουσάτος, για πράγματα που τραβούν την προσοχή με το να είναι φωτεινά, ακριβά, μεγάλα κτλ.
- ↪ flashy jewelry/clothes - φανταχτερά κοσμήματα/ρούχα
- ↪ Those who build really flashy houses will become less happy.
- Αυτοί που χτίζουν πραγματικά φανταχτερά σπίτια γίνονται λιγότερο ευτυχισμένοι.
- ↪ a flashy house/piece of clothing/car - λουσάτο σπίτι/ρούχο/αυτοκίνητο
- φανταχτερός, λουσάτος, για άτομα που τραβούν την προσοχή φορώντας ακριβά ρούχα κτλ.
- ↪ a flashy, over-the-top look - φανταχτερή, υπερβολική εμφάνιση
- ↪ The flashy ladies at the function attracted all the looks.
- Οι λουσάτες κυρίες της δεξίωσης συγκέντρωναν όλα τα βλέμματα.
- φανταχτερός, που έχει σκοπό να εντυπωσιάσει κάποιον προσπαθώντας να δείξει πολλή δεξιότητα
- ↪ flashy talk - φανταχτερά λόγια
Συνώνυμα
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη gaudy