παραθετικά
θετικός flashy
συγκριτικός flashier
υπερθετικός flashiest

  Ετυμολογία

επεξεργασία
flashy < flash + -y

  Επίθετο

επεξεργασία

flashy (en) (ανεπίσημο, συνήθως κακόσημο)

  1. φανταχτερός, λουσάτος, για πράγματα που τραβούν την προσοχή με το να είναι φωτεινά, ακριβά, μεγάλα κτλ.
    ⮡  flashy jewelry/clothes - φανταχτερά κοσμήματα/ρούχα
    ⮡  Those who build really flashy houses will become less happy.
    Αυτοί που χτίζουν πραγματικά φανταχτερά σπίτια γίνονται λιγότερο ευτυχισμένοι.
    ⮡  a flashy house/piece of clothing/car - λουσάτο σπίτι/ρούχο/αυτοκίνητο
  2. φανταχτερός, λουσάτος, για άτομα που τραβούν την προσοχή φορώντας ακριβά ρούχα κτλ.
    ⮡  a flashy, over-the-top look - φανταχτερή, υπερβολική εμφάνιση
    ⮡  The flashy ladies at the function attracted all the looks.
    Οι λουσάτες κυρίες της δεξίωσης συγκέντρωναν όλα τα βλέμματα.
  3. φανταχτερός, που έχει σκοπό να εντυπωσιάσει κάποιον προσπαθώντας να δείξει πολλή δεξιότητα
    ⮡  flashy talk - φανταχτερά λόγια

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη gaudy