λουσάτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | λουσάτος | η | λουσάτη | το | λουσάτο |
γενική | του | λουσάτου | της | λουσάτης | του | λουσάτου |
αιτιατική | τον | λουσάτο | τη | λουσάτη | το | λουσάτο |
κλητική | λουσάτε | λουσάτη | λουσάτο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | λουσάτοι | οι | λουσάτες | τα | λουσάτα |
γενική | των | λουσάτων | των | λουσάτων | των | λουσάτων |
αιτιατική | τους | λουσάτους | τις | λουσάτες | τα | λουσάτα |
κλητική | λουσάτοι | λουσάτες | λουσάτα | |||
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /luˈsa.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λου‐σά‐τος
Επίθετο
επεξεργασίαλουσάτος, -η, -ο
- που είναι ντυμένος με λούσο
- πολυτελής, εντυπωσιακά διακοσμημένος
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη λούσο
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ λουσάτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας