↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λουσάτος η λουσάτη το λουσάτο
      γενική του λουσάτου της λουσάτης του λουσάτου
    αιτιατική τον λουσάτο τη λουσάτη το λουσάτο
     κλητική λουσάτε λουσάτη λουσάτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λουσάτοι οι λουσάτες τα λουσάτα
      γενική των λουσάτων των λουσάτων των λουσάτων
    αιτιατική τους λουσάτους τις λουσάτες τα λουσάτα
     κλητική λουσάτοι λουσάτες λουσάτα
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λουσάτος < λούσ(ο) + -άτος [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /luˈsa.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λου‐σά‐τος

  Επίθετο

επεξεργασία

λουσάτος, -η, -ο

  1. που είναι ντυμένος με λούσο
  2. πολυτελής, εντυπωσιακά διακοσμημένος

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία