vulgar (en)
- χυδαίος, άξεστος, κακόγουστος, που δεν έχει ούτε δείχνει καλό γούστο. που δεν είναι ευγενικό, ευχάριστο ή καλοπροαίρετο
- ⮡ vulgar behavior - χυδαία συμπεριφορά
- ⮡ a vulgar display of wealth - χυδαία επίδειξη πλούτου
- ⮡ a vulgar person - χυδαίος/άξεστος άνθρωπος
- ⮡ vulgar decoration - κακόγουστη διακόσμηση
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη gaudy
- χυδαίος, αγενής και πιθανόν να προσβάλει
- ⮡ vulgar words/expressions/gestures - χυδαίες λέξεις/εκφράσεις/χειρονομίες
- ⮡ vulgar language - χυδαία γλώσσα
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη obscene
- (ταξινομία) κοινός