παραθετικά
θετικός vulgar
συγκριτικός vulgarer / more vulgar
υπερθετικός vulgarest / most vulgar

vulgar (en)

  1. χυδαίος, άξεστος, κακόγουστος, που δεν έχει ούτε δείχνει καλό γούστο. που δεν είναι ευγενικό, ευχάριστο ή καλοπροαίρετο
      vulgar behavior - χυδαία συμπεριφορά
      a vulgar display of wealth - χυδαία επίδειξη πλούτου
      a vulgar person - χυδαίος/άξεστος άνθρωπος
      vulgar decoration - κακόγουστη διακόσμηση
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη gaudy
  2. χυδαίος, αγενής και πιθανόν να προσβάλει
      vulgar words/expressions/gestures - χυδαίες λέξεις/εκφράσεις/χειρονομίες
      vulgar language - χυδαία γλώσσα
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη obscene
  3. (ταξινομία) κοινός