↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κακόγουστος η κακόγουστη το κακόγουστο
      γενική του κακόγουστου της κακόγουστης του κακόγουστου
    αιτιατική τον κακόγουστο την κακόγουστη το κακόγουστο
     κλητική κακόγουστε κακόγουστη κακόγουστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κακόγουστοι οι κακόγουστες τα κακόγουστα
      γενική των κακόγουστων των κακόγουστων των κακόγουστων
    αιτιατική τους κακόγουστους τις κακόγουστες τα κακόγουστα
     κλητική κακόγουστοι κακόγουστες κακόγουστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κακόγουστος < κακό- + γούστ(ο) + ος < βενετική gusto < λατινική gustus < πρωτοϊταλική *gustus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵéwstus (γεύομαι) < *ǵews (δοκιμάζω, γεύομαι)

  Επίθετο

επεξεργασία

κακόγουστος, -η, -ο

  1. που έχει γίνει με έλλειψη καλαισθησίας, καλού γούστου
  2. που φανερώνει έλλειψη καλαισθησίας

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία