κακόγουστα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κακόγουστα < κακόγουστος + -α < κακό- + γούστο
Επίρρημα
επεξεργασίακακόγουστα
- με έλλειψη καλαισθησίας, καλού γούστου
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κακόγουστα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίακακόγουστα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του κακόγουστος