παραθετικά
θετικός garish
συγκριτικός more garish
υπερθετικός most garish

garish (en) (κακόσημο)

  • φανταχτερός, κραυγαλέος, πολύ ζωηρά χρωματιστό με δυσάρεστο τρόπο
      garish jewelry/clothes - φανταχτερά κοσμήματα/ρούχα
      garish colors - κραυγαλέα χρώματα
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη gaudy