garish
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | garish |
συγκριτικός | more garish |
υπερθετικός | most garish |
Επίθετο
επεξεργασία- φανταχτερός, κραυγαλέος, πολύ ζωηρά χρωματιστό με δυσάρεστο τρόπο
παραθετικά | |
θετικός | garish |
συγκριτικός | more garish |
υπερθετικός | most garish |