κραυγαλέος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kra.vɣaˈle.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κραυ‐γα‐λέ‐ος
Επίθετο
επεξεργασίακραυγαλέος
- πολύ έντονος, μεγάλος ή προκλητικός
- ※ και παρόλο που απο τα εγχειρίδια απουσιάζει ο έντονος κραγαλέος εθνοκεντρισμός, δε λείπει η εθνική κατήχηση (Μαρία Αδάμου, Το εκπαιδευτικό σύστημα στην υπηρεσία του εθνικού κράτους η ελληνική περίπτωση "1950-1976", Εκδόσεις Παπαζήση, 2002, σελ. 590)
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- αντικραυγαλέος
- κραυγαλέα
- → δείτε τη λέξη κραυγή
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ κραυγαλέος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας