Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κατήχηση οι κατηχήσεις
      γενική της κατήχησης* των κατηχήσεων
    αιτιατική την κατήχηση τις κατηχήσεις
     κλητική κατήχηση κατηχήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κατηχήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατήχηση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κατήχη(σις) + -ση[1]. Συγχρονικά αναλύεται σε κατ- + -ηχη + -ση < αρχαία ελληνική ἠχέω, ἠχῶ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kaˈti.çi.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐τή‐χη‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κατήχηση θηλυκό

  1. (θρησκεία) η μύηση, με διδασκαλία, σε θρησκευτικό δόγμα ή μυστική οργάνωση
  2. η συστηματική προσπάθεια να προσχωρήσει κανείς σε κάποιο συγκεκριμένο τρόπο σκέψης ή ιδεολογία
  3. οι συμβουλές που δίνονται με τρόπο επίμονο και ενοχλητικό
  4. (χριστιανισμός) η διδασκαλία των δογμάτων του Χριστιανισμού
  5. (χριστιανισμός) το βιβλίο που περιέχει τα δόγματα του Χριστιανισμού

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία