κατήχηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κατήχηση | οι | κατηχήσεις |
γενική | της | κατήχησης* | των | κατηχήσεων |
αιτιατική | την | κατήχηση | τις | κατηχήσεις |
κλητική | κατήχηση | κατηχήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, κατηχήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κατήχηση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κατήχη(σις) + -ση[1]. Συγχρονικά αναλύεται σε κατ- + -ηχη + -ση < αρχαία ελληνική ἠχέω, ἠχῶ
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kaˈti.çi.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τή‐χη‐ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
κατήχηση θηλυκό
- (θρησκεία) η μύηση, με διδασκαλία, σε θρησκευτικό δόγμα ή μυστική οργάνωση
- η συστηματική προσπάθεια να προσχωρήσει κανείς σε κάποιο συγκεκριμένο τρόπο σκέψης ή ιδεολογία
- οι συμβουλές που δίνονται με τρόπο επίμονο και ενοχλητικό
- (χριστιανισμός) η διδασκαλία των δογμάτων του Χριστιανισμού
- (χριστιανισμός) το βιβλίο που περιέχει τα δόγματα του Χριστιανισμού
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη κατηχώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
κατήχηση
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ κατήχηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας