Δείτε επίσης: κατηχῶ

Ετυμολογία

επεξεργασία

κατηχώ, αόρ.: κατήχησα, παθ.φωνή: κατηχούμαι, π.αόρ.: κατηχήθηκα

  1. μαθαίνω σε κάποιον που θέλει να γίνει χριστιανός τα σχετικά με τη χριστιανική πίστη, λατρευτική πρακτική και παράδοση
  2. (κατ’ επέκταση) μαθαίνω σε κάποιον τα σχετικά με μια θρησκεία, τον μυώ σ’ αυτή
  3. (μεταφορικά) προσπαθώ να πειθαναγκάσω κάποιον να δεχτεί / ενστερνιστεί τις απόψεις ή ιδέες μου

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία