κατηχώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κατηχώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κατηχῶ, συνηρημένος τύπος του κατηχέω < κατά (κατ-) + ἠχέω] < ἦχος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.tiˈxo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τη‐χώ
Ρήμα
επεξεργασίακατηχώ, αόρ.: κατήχησα, παθ.φωνή: κατηχούμαι, π.αόρ.: κατηχήθηκα
- μαθαίνω σε κάποιον που θέλει να γίνει χριστιανός τα σχετικά με τη χριστιανική πίστη, λατρευτική πρακτική και παράδοση
- (κατ’ επέκταση) μαθαίνω σε κάποιον τα σχετικά με μια θρησκεία, τον μυώ σ’ αυτή
- (μεταφορικά) προσπαθώ να πειθαναγκάσω κάποιον να δεχτεί / ενστερνιστεί τις απόψεις ή ιδέες μου
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις κατά, ηχώ και ήχος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κατηχώ | κατηχούσα | θα κατηχώ | να κατηχώ | κατηχώντας | |
β' ενικ. | κατηχείς | κατηχούσες | θα κατηχείς | να κατηχείς | ||
γ' ενικ. | κατηχεί | κατηχούσε | θα κατηχεί | να κατηχεί | ||
α' πληθ. | κατηχούμε | κατηχούσαμε | θα κατηχούμε | να κατηχούμε | ||
β' πληθ. | κατηχείτε | κατηχούσατε | θα κατηχείτε | να κατηχείτε | κατηχείτε | |
γ' πληθ. | κατηχούν(ε) | κατηχούσαν(ε) | θα κατηχούν(ε) | να κατηχούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κατήχησα | θα κατηχήσω | να κατηχήσω | κατηχήσει | ||
β' ενικ. | κατήχησες | θα κατηχήσεις | να κατηχήσεις | κατήχησε | ||
γ' ενικ. | κατήχησε | θα κατηχήσει | να κατηχήσει | |||
α' πληθ. | κατηχήσαμε | θα κατηχήσουμε | να κατηχήσουμε | |||
β' πληθ. | κατηχήσατε | θα κατηχήσετε | να κατηχήσετε | κατηχήστε | ||
γ' πληθ. | κατήχησαν κατηχήσαν(ε) |
θα κατηχήσουν(ε) | να κατηχήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κατηχήσει | είχα κατηχήσει | θα έχω κατηχήσει | να έχω κατηχήσει | ||
β' ενικ. | έχεις κατηχήσει | είχες κατηχήσει | θα έχεις κατηχήσει | να έχεις κατηχήσει | ||
γ' ενικ. | έχει κατηχήσει | είχε κατηχήσει | θα έχει κατηχήσει | να έχει κατηχήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κατηχήσει | είχαμε κατηχήσει | θα έχουμε κατηχήσει | να έχουμε κατηχήσει | ||
β' πληθ. | έχετε κατηχήσει | είχατε κατηχήσει | θα έχετε κατηχήσει | να έχετε κατηχήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κατηχήσει | είχαν κατηχήσει | θα έχουν κατηχήσει | να έχουν κατηχήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κατηχούμαι | κατηχούμουν | θα κατηχούμαι | να κατηχούμαι | ||
β' ενικ. | κατηχείσαι | κατηχούσουν | θα κατηχείσαι | να κατηχείσαι | ||
γ' ενικ. | κατηχείται | κατηχούνταν | θα κατηχείται | να κατηχείται | ||
α' πληθ. | κατηχούμαστε | κατηχούμασταν κατηχούμαστε |
θα κατηχούμαστε | να κατηχούμαστε | ||
β' πληθ. | κατηχείστε | κατηχούσασταν κατηχούσαστε |
θα κατηχείστε | να κατηχείστε | κατηχείστε | |
γ' πληθ. | κατηχούνται | κατηχούνταν | θα κατηχούνται | να κατηχούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κατηχήθηκα | θα κατηχηθώ | να κατηχηθώ | κατηχηθεί | ||
β' ενικ. | κατηχήθηκες | θα κατηχηθείς | να κατηχηθείς | κατηχήσου | ||
γ' ενικ. | κατηχήθηκε | θα κατηχηθεί | να κατηχηθεί | |||
α' πληθ. | κατηχηθήκαμε | θα κατηχηθούμε | να κατηχηθούμε | |||
β' πληθ. | κατηχηθήκατε | θα κατηχηθείτε | να κατηχηθείτε | κατηχηθείτε | ||
γ' πληθ. | κατηχήθηκαν κατηχηθήκαν(ε) |
θα κατηχηθούν(ε) | να κατηχηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω κατηχηθεί | είχα κατηχηθεί | θα έχω κατηχηθεί | να έχω κατηχηθεί | κατηχημένος | |
β' ενικ. | έχεις κατηχηθεί | είχες κατηχηθεί | θα έχεις κατηχηθεί | να έχεις κατηχηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει κατηχηθεί | είχε κατηχηθεί | θα έχει κατηχηθεί | να έχει κατηχηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε κατηχηθεί | είχαμε κατηχηθεί | θα έχουμε κατηχηθεί | να έχουμε κατηχηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε κατηχηθεί | είχατε κατηχηθεί | θα έχετε κατηχηθεί | να έχετε κατηχηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν κατηχηθεί | είχαν κατηχηθεί | θα έχουν κατηχηθεί | να έχουν κατηχηθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία κατηχώ