Δείτε επίσης: κατηχῶ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κατηχώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κατηχῶ, συνηρημένος τύπος του κατηχέω < κατά (κατ-) + ἠχέω] < ἦχος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.tiˈxo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐τη‐χώ

κατηχώ, αόρ.: κατήχησα, παθ.φωνή: κατηχούμαι, π.αόρ.: κατηχήθηκα

  1. μαθαίνω σε κάποιον που θέλει να γίνει χριστιανός τα σχετικά με τη χριστιανική πίστη, λατρευτική πρακτική και παράδοση
  2. (κατ’ επέκταση) μαθαίνω σε κάποιον τα σχετικά με μια θρησκεία, τον μυώ σ’ αυτή
  3. (μεταφορικά) προσπαθώ να πειθαναγκάσω κάποιον να δεχτεί / ενστερνιστεί τις απόψεις ή ιδέες μου

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις κατά, ηχώ και ήχος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία