κατηχημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κατηχημένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος κατηχώ
Μετοχή επεξεργασία
κατηχημένος
- που έχει κατηχηθεί
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κατηχημένος
|
κατηχημένος
|