↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κατηχημένος η κατηχημένη το κατηχημένο
      γενική του κατηχημένου της κατηχημένης του κατηχημένου
    αιτιατική τον κατηχημένο την κατηχημένη το κατηχημένο
     κλητική κατηχημένε κατηχημένη κατηχημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κατηχημένοι οι κατηχημένες τα κατηχημένα
      γενική των κατηχημένων των κατηχημένων των κατηχημένων
    αιτιατική τους κατηχημένους τις κατηχημένες τα κατηχημένα
     κλητική κατηχημένοι κατηχημένες κατηχημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κατηχημένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος κατηχώ

κατηχημένος

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία