ακατήχητος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ακατήχητος < ελληνιστική κοινή ἀκατήχητος
Επίθετο επεξεργασία
ακατήχητος
- που δεν κατηχήθηκε, που δεν μυήθηκε
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ακατήχητος
ακατήχητος