κατηχητικό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κατηχητικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου κατηχητικός
Ουσιαστικό επεξεργασία
κατηχητικό ουδέτερο
- (θρησκεία) σχολείο ή συγκέντρωση νέων όπου γίνεται κατήχηση ή θρησκευτική διαπαιδαγώγηση
Εκφράσεις επεξεργασία
- του κατηχητικού: συντηρητικός
Μεταφράσεις επεξεργασία
σχολείο για θρησκευτική διαπαιδαγώγηση
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
κατηχητικό
- αιτιατική ενικού του κατηχητικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του κατηχητικός