Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κατηχητικό τα κατηχητικά
      γενική του κατηχητικού των κατηχητικών
    αιτιατική το κατηχητικό τα κατηχητικά
     κλητική κατηχητικό κατηχητικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατηχητικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου κατηχητικός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κατηχητικό ουδέτερο

Εκφράσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

κατηχητικό