Sunday school
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
Sunday school | Sunday schools |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαSunday school (en)
- (θρησκεία) το κατηχητικό (σχολείο)
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Sunday school στην αγγλική Βικιπαίδεια