κατηχητική
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κατηχητική | ||
γενική | της | κατηχητικής | ||
αιτιατική | την | κατηχητική | ||
κλητική | κατηχητική | |||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κατηχητική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου κατηχητικός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική catéchisme)
Ουσιαστικό επεξεργασία
κατηχητική θηλυκό, μόνο στον ενικό
- (θρησκεία) θεολογικός κλάδος με αντικείμενό του την κατήχηση
Μεταφράσεις επεξεργασία
κατηχητική
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
κατηχητική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του κατηχητικός