Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
θεολογικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
θεολογικ
ός
η
θεολογικ
ή
το
θεολογικ
ό
γενική
του
θεολογικ
ού
της
θεολογικ
ής
του
θεολογικ
ού
αιτιατική
τον
θεολογικ
ό
τη
θεολογικ
ή
το
θεολογικ
ό
κλητική
θεολογικ
έ
θεολογικ
ή
θεολογικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
θεολογικ
οί
οι
θεολογικ
ές
τα
θεολογικ
ά
γενική
των
θεολογικ
ών
των
θεολογικ
ών
των
θεολογικ
ών
αιτιατική
τους
θεολογικ
ούς
τις
θεολογικ
ές
τα
θεολογικ
ά
κλητική
θεολογικ
οί
θεολογικ
ές
θεολογικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
θεολογικός
<
θεολογ(ία)
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
θεολογικός, -ή, -ό
σχετικός με τη
θεολογία
και τους
θεολόγους
Μεταφράσεις
επεξεργασία
θεολογικός
γαλλικά
:
théologique
(fr)