théologique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /te.ɔ.lɔ.ʒik/
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
théologique | théologiques |
théologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
théologique | théologiques |
théologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό