Δείτε επίσης: Θεολόγος
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η θεολόγος οι θεολόγοι
      γενική του/της θεολόγου των θεολόγων
    αιτιατική τον/τη θεολόγο τους/τις θεολόγους
     κλητική θεολόγε θεολόγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
θεολόγος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική θεολόγος. Συγχρονικά αναλύεται σε θεο- + -λόγος

Ουσιαστικό

επεξεργασία

θεολόγος αρσενικό ή θηλυκό

  1. (θρησκεία, θεολογία) που μελετά και ερμηνεύει τα ιερά κείμενα μιας θρησκείας ή την ιστορία των θρησκειών
  2. (επάγγελμα) καθηγητής που διδάσκει θρησκευτικά

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία



 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική θεολόγος οἱ θεολόγοι
      γενική τοῦ θεολόγου τῶν θεολόγων
      δοτική τῷ θεολόγ τοῖς θεολόγοις
    αιτιατική τὸν θεολόγον τοὺς θεολόγους
     κλητική ! θεολόγε θεολόγοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  θεολόγω
γεν-δοτ τοῖν  θεολόγοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
θεολόγος < (θεός) θεο- + -λόγος (λόγος)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

θεολόγος αρσενικό

  1. αυτός που ασχολείται με τους θεούς, τους μελετά ή γράφει γι’ αυτούς (όπως οι ποιητές)
  2. αυτός που ασχολείται με την κοσμολογία ή την κοσμογέννηση
  3. (ελληνιστική σημασία , θρησκεία) ο θεολόγος