θεολόγος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | θεολόγος | οι | θεολόγοι |
γενική | του/της | θεολόγου | των | θεολόγων |
αιτιατική | τον/τη | θεολόγο | τους/τις | θεολόγους |
κλητική | θεολόγε | θεολόγοι | ||
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- θεολόγος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική θεολόγος. Συγχρονικά αναλύεται σε θεο- + -λόγος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαθεολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- (θρησκεία, θεολογία) που μελετά και ερμηνεύει τα ιερά κείμενα μιας θρησκείας ή την ιστορία των θρησκειών
- (επάγγελμα) καθηγητής που διδάσκει θρησκευτικά
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις θεός και λέγω
Μεταφράσεις
επεξεργασία θεολόγος
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | θεολόγος | οἱ | θεολόγοι |
γενική | τοῦ | θεολόγου | τῶν | θεολόγων |
δοτική | τῷ | θεολόγῳ | τοῖς | θεολόγοις |
αιτιατική | τὸν | θεολόγον | τοὺς | θεολόγους |
κλητική ὦ! | θεολόγε | θεολόγοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | θεολόγω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | θεολόγοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαθεολόγος αρσενικό
- αυτός που ασχολείται με τους θεούς, τους μελετά ή γράφει γι’ αυτούς (όπως οι ποιητές)
- αυτός που ασχολείται με την κοσμολογία ή την κοσμογέννηση
- (ελληνιστική σημασία , θρησκεία) ο θεολόγος
Πηγές
επεξεργασία- θεολόγος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.