θεολογείο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θεολογείο < (ελληνιστική κοινή) θεολογεῖον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαθεολογείο ουδέτερο
- (θέατρο) το μέρος (εξώστης ή πλατφόρμα) του αρχαίου θεάτρου, πάνω από τη σκηνή, όπου στέκονταν οι ηθοποιοί που παρίσταναν τους θεούς
- (θέατρο) σκηνική κατασκευή που παρίστανε την κατοικία των θεών
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- θεολογείο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία θεολογείο