Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το θεολογείο τα θεολογεία
      γενική του θεολογείου των θεολογείων
    αιτιατική το θεολογείο τα θεολογεία
     κλητική θεολογείο θεολογεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

θεολογείο < (ελληνιστική κοινήθεολογεῖον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θεολογείο ουδέτερο

  1. (θέατρο) το μέρος (εξώστης ή πλατφόρμα) του αρχαίου θεάτρου, πάνω από τη σκηνή, όπου στέκονταν οι ηθοποιοί που παρίσταναν τους θεούς
  2. (θέατρο) σκηνική κατασκευή που παρίστανε την κατοικία των θεών

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία