Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ θεολογεῖον τὰ θεολογεῖ
      γενική τοῦ θεολογείου τῶν θεολογείων
      δοτική τῷ θεολογεί τοῖς θεολογείοις
    αιτιατική τὸ θεολογεῖον τὰ θεολογεῖ
     κλητική ! θεολογεῖον θεολογεῖ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  θεολογείω
γεν-δοτ τοῖν  θεολογείοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

θεολογεῖον < θεολογ(έω) + -εῖον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θεολογεῖον ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

  Πηγές επεξεργασία