σκηνικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σκηνικός | η | σκηνική | το | σκηνικό |
γενική | του | σκηνικού | της | σκηνικής | του | σκηνικού |
αιτιατική | τον | σκηνικό | τη | σκηνική | το | σκηνικό |
κλητική | σκηνικέ | σκηνική | σκηνικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σκηνικοί | οι | σκηνικές | τα | σκηνικά |
γενική | των | σκηνικών | των | σκηνικών | των | σκηνικών |
αιτιατική | τους | σκηνικούς | τις | σκηνικές | τα | σκηνικά |
κλητική | σκηνικοί | σκηνικές | σκηνικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- σκηνικός < ελληνιστική κοινή σκηνικός < αρχαία ελληνική σκηνή
Επίθετο
επεξεργασία
σκηνικός
- που έχει σχέση με τη σκηνή (θεάτρου κ.λπ.) ή αναφέρεται σ’ αυτή
- ※ Η σκηνική διευθέτηση είναι παρόμοια και στα δυο έργα εφόσον οι θρήνοι της Ιοκάστης ακολουθούν την ίδια τεχνική της αποσωματοποιημένης φωνής (voice-off) από τα παρασκήνια, όπως οι κραυγές της Κλυταιμνήστρας στο προηγούμενο έργο. (Ιωσήφ Βιβιλάκης, Στέφανος: a tribute to Walter Puchner, 2007, σελ. 1049)
- (ουσιαστικοποιημένο) σκηνικό
- (ουσιαστικοποιημένο) σκηνικά