πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σκηνικός η σκηνική το σκηνικό
      γενική του σκηνικού της σκηνικής του σκηνικού
    αιτιατική τον σκηνικό τη σκηνική το σκηνικό
     κλητική σκηνικέ σκηνική σκηνικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σκηνικοί οι σκηνικές τα σκηνικά
      γενική των σκηνικών των σκηνικών των σκηνικών
    αιτιατική τους σκηνικούς τις σκηνικές τα σκηνικά
     κλητική σκηνικοί σκηνικές σκηνικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

σκηνικός

  1. που έχει σχέση με τη σκηνή (θεάτρου κ.λπ.) ή αναφέρεται σ’ αυτή
      Η σκηνική διευθέτηση είναι παρόμοια και στα δυο έργα εφόσον οι θρήνοι της Ιοκάστης ακολουθούν την ίδια τεχνική της αποσωματοποιημένης φωνής (voice-off) από τα παρασκήνια, όπως οι κραυγές της Κλυταιμνήστρας στο προηγούμενο έργο. (Ιωσήφ Βιβιλάκης, Στέφανος: a tribute to Walter Puchner, 2007, σελ. 1049)
  2. (ουσιαστικοποιημένο) σκηνικό
  3. (ουσιαστικοποιημένο) σκηνικά

Μεταφράσεις

επεξεργασία