σκηνικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | σκηνικά | ||
γενική | των | σκηνικών | ||
αιτιατική | τα | σκηνικά | ||
κλητική | σκηνικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σκηνικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου σκηνικός
Ουσιαστικό επεξεργασία
σκηνικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (θέατρο, κινηματογράφος) ο σκηνικός διάκοσμος ως σύνολο
Μεταφράσεις επεξεργασία
σκηνικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
σκηνικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του σκηνικό