σκηνικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σκηνικό | τα | σκηνικά |
γενική | του | σκηνικού | των | σκηνικών |
αιτιατική | το | σκηνικό | τα | σκηνικά |
κλητική | σκηνικό | σκηνικά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία
επεξεργασία
- σκηνικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου σκηνικός