Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αθεολόγητος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αθεολόγητ
ος
η
αθεολόγητ
η
το
αθεολόγητ
ο
γενική
του
αθεολόγητ
ου
της
αθεολόγητ
ης
του
αθεολόγητ
ου
αιτιατική
τον
αθεολόγητ
ο
την
αθεολόγητ
η
το
αθεολόγητ
ο
κλητική
αθεολόγητ
ε
αθεολόγητ
η
αθεολόγητ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αθεολόγητ
οι
οι
αθεολόγητ
ες
τα
αθεολόγητ
α
γενική
των
αθεολόγητ
ων
των
αθεολόγητ
ων
των
αθεολόγητ
ων
αιτιατική
τους
αθεολόγητ
ους
τις
αθεολόγητ
ες
τα
αθεολόγητ
α
κλητική
αθεολόγητ
οι
αθεολόγητ
ες
αθεολόγητ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αθεολόγητος
<
α-
+
θεολογώ
+
-τος
Επίθετο
επεξεργασία
αθεολόγητος, -η, -ο
(
λόγιο
) που δεν
θεολογεί
σωστά
ή δεν διδάχθηκε
σωστά
τη
θεολογία
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
θεολόγος
,
θεός
και
λέγω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αθεολόγητος