κοσμογέννηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κοσμογέννηση | οι | κοσμογεννήσεις |
γενική | της | κοσμογέννησης* | των | κοσμογεννήσεων |
αιτιατική | την | κοσμογέννηση | τις | κοσμογεννήσεις |
κλητική | κοσμογέννηση | κοσμογεννήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, κοσμογεννήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κοσμογέννηση < μεσαιωνική ελληνική κοσμογέννησις < αρχαία ελληνική κόσμος + γέννησις (< γεννῶ)
Ουσιαστικό επεξεργασία
κοσμογέννηση θηλυκό
- η γέννηση του κόσμου, η δημιουργία του
- (φυσική) σπανιότερη μορφή του κοσμογένεση
Μεταφράσεις επεξεργασία
κοσμογέννηση
|