θεο-
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- θεο- < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική θεο- < θε(ός) + -ο-
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /θe.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θε‐ο-
ΠρόθημαΕπεξεργασία
θεο- ή θεό-, θε-
- πρώτο συνθετικό λέξεων σχετικών
- με το Θεό ή με θεούς, γενικότερα
- θεοτόκος, θεοφοβούμενος
- θεόσταλτος
- Θεάνθρωπος, 'θεάρεστος
- θεομηνία (αρχαία ελληνικά: οργή θεού)
- (μεγεθυντικό, λαϊκότροπο) με μεγάλα πράγματα, καταστάσεις, με σημασία «πολύ μεγάλο»
- (επιτατικό) με ιδιότητες που τις κατέχει κάποιος σε υπερθετικό βαθμό, με σημασία «εντελώς», «τελείως»
- θεογκόμενα
- με το Θεό ή με θεούς, γενικότερα
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα θεο- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα θεό- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα θε- στο Βικιλεξικό
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
θεο-
|