Θεάνθρωπος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Θεάνθρωπος < ελληνιστική κοινή θεάνθρωπος. (Θεός) θε- + άνθρωπος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΘεάνθρωπος αρσενικό
- (χριστιανισμός) ονομασία του Χριστού
Άλλες γραφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Θεάνθρωπος
|