Παντοδύναμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Παντοδύναμος | ||
γενική | του | Παντοδύναμου | ||
αιτιατική | τον | Παντοδύναμο | ||
κλητική | Παντοδύναμε | |||
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Παντοδύναμος < παντοδύναμος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pan.doˈði.na.mos/
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠαντοδύναμος αρσενικό
- (θρησκεία, χριστιανισμός) Ονομασία και επίκληση του τριαδικού Θεού