παντοδύναμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παντοδύναμος < ελληνιστική παντοδύναμος < αρχαία ελληνική πᾶς (αιτιατική: πάντα) + δύναμη
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pan.doˈði.na.mos/
Επίθετο
επεξεργασίαπαντοδύναμος
- αυτός που έχει τη δύναμη να κάνει τα πάντα
- προσφώνηση ή χαρακτηρισμός του Θεού
- ⮡ θα βοηθήσει ο Παντοδύναμος
- (γενικότερα) αυτός που έχει μεγάλη ισχύ (στρατιωτική, πολιτική, κοινωνική, τεχνική κλπ) ή πολύ μεγάλες δυνατότητες
- ⮡ είναι παντοδύναμος μέσα στο κόμμα του