Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
θεάνθρωπος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
θεάνθρωπ
ος
οι
θεάνθρωπ
οι
γενική
του
θεανθρώπ
ου
των
θεανθρώπ
ων
αιτιατική
τον
θεάνθρωπ
ο
τους
θεανθρώπ
ους
κλητική
θεάνθρωπ
ε
θεάνθρωπ
οι
Κατηγορία
όπως «
άνθρωπος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
θεάνθρωπος
< (
ελληνιστική κοινή
)
θεάνθρωπος
,
αυτός που είναι και
θεός
και
άνθρωπος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
θεάνθρωπος
αρσενικό
(
θρησκεία
) ον που είναι και θεός και άνθρωπος
(χριστιανισμός)
ο
Χριστός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
θεάνθρωπος
αγγλικά
:
God-man
(en)
καταλανικά
:
teantrop
(ca)