Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
θεότρελος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Επίθετο
1.3.1
Συνώνυμα
1.3.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
θεότρελ
ος
η
θεότρελ
η
το
θεότρελ
ο
γενική
του
θεότρελ
ου
της
θεότρελ
ης
του
θεότρελ
ου
αιτιατική
τον
θεότρελ
ο
τη
θεότρελ
η
το
θεότρελ
ο
κλητική
θεότρελ
ε
θεότρελ
η
θεότρελ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
θεότρελ
οι
οι
θεότρελ
ες
τα
θεότρελ
α
γενική
των
θεότρελ
ων
των
θεότρελ
ων
των
θεότρελ
ων
αιτιατική
τους
θεότρελ
ους
τις
θεότρελ
ες
τα
θεότρελ
α
κλητική
θεότρελ
οι
θεότρελ
ες
θεότρελ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
θεότρελος
<
θεό-
+
τρελός
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
θeˈo.tɾe.los
/
τυπογραφικός συλλαβισμός
:
θε
‐
ό
‐
τρε
‐
λος
Επίθετο
επεξεργασία
θεότρελος
, -η, -ο
(
χωρίς παραθετικά
)
(
επιτατικό επίθετο
)
τελείως
τρελός
Συνώνυμα
επεξεργασία
θεόμουρλος
θεοπάλαβος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
θεότρελος
γαλλικά
:
complètement
(fr)
fou
(fr)
,