θεο-
(Ανακατεύθυνση από θεό-)
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θεο- < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική θεο- < θεό(ς)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /θe.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θε‐ο-
Πρόθημα
επεξεργασίαθεο-, θεό-, ή θε- πριν από φωνήεν
- πρώτο συνθετικό λέξεων σχετικών
- με το Θεό ή με θεούς, γενικότερα
- θεοτόκος, θεοφοβούμενος
- θεόσταλτος
- Θεάνθρωπος, θεάρεστος
- θεομηνία (αρχαία ελληνικά: οργή θεού)
- (μεγεθυντικό, λαϊκότροπο) με μεγάλα πράγματα, καταστάσεις, με σημασία «πολύ μεγάλο»
- (επιτατικό) με ιδιότητες που τις κατέχει κάποιος σε υπερθετικό βαθμό, με σημασία «εντελώς», «τελείως»
- θεογκόμενα
- με το Θεό ή με θεούς, γενικότερα
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασία- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα θεο- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα θεό- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα θε- στο Βικιλεξικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία θεο-
|
Πηγές
επεξεργασία- θεο- - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- θεο- - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Ετυμολογία
επεξεργασία- θεο- < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική θεο- < θεό(ς)
Σύνθετα
επεξεργασία- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα θεο- στο Βικιλεξικό
- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα θεό- στο Βικιλεξικό
- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα θε- στο Βικιλεξικό
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θεο- < θεό(ς)