Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
θεάρεστος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
θεάρεστ
ος
η
θεάρεστ
η
το
θεάρεστ
ο
γενική
του
θεάρεστ
ου
της
θεάρεστ
ης
του
θεάρεστ
ου
αιτιατική
τον
θεάρεστ
ο
τη
θεάρεστ
η
το
θεάρεστ
ο
κλητική
θεάρεστ
ε
θεάρεστ
η
θεάρεστ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
θεάρεστ
οι
οι
θεάρεστ
ες
τα
θεάρεστ
α
γενική
των
θεάρεστ
ων
των
θεάρεστ
ων
των
θεάρεστ
ων
αιτιατική
τους
θεάρεστ
ους
τις
θεάρεστ
ες
τα
θεάρεστ
α
κλητική
θεάρεστ
οι
θεάρεστ
ες
θεάρεστ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
θεάρεστος
<
θεός
+
αρεστός
Επίθετο
επεξεργασία
θεάρεστος, -η, -ο
πολύ όμορφος
πολύ ηθικός
που είναι
αρεστός
στο
θεό
το
θεάρεστο
έργο της φιλανθρωπίας
Μεταφράσεις
επεξεργασία
θεάρεστος