↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θεόμουρλος η θεόμουρλη το θεόμουρλο
      γενική του θεόμουρλου της θεόμουρλης του θεόμουρλου
    αιτιατική τον θεόμουρλο τη θεόμουρλη το θεόμουρλο
     κλητική θεόμουρλε θεόμουρλη θεόμουρλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θεόμουρλοι οι θεόμουρλες τα θεόμουρλα
      γενική των θεόμουρλων των θεόμουρλων των θεόμουρλων
    αιτιατική τους θεόμουρλους τις θεόμουρλες τα θεόμουρλα
     κλητική θεόμουρλοι θεόμουρλες θεόμουρλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
θεόμουρλος < θεό- + μουρλός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /θeˈo.muɾ.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θε‐ό‐μουρ‐λος

  Επίθετο

επεξεργασία

θεόμουρλος, -η, -ο (χωρίς παραθετικά)

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία