μουρλός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- μουρλός < (άμεσο δάνειο) βενετική murlo(n)[1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
μουρλός -ή -ό
- τρελός, ανισόρροπος, παλαβός
- ο άνθρωπος είναι μουρλός, μην τον ακούς!
- (...με κάτι) πωρωμένος με κάτι, μανιακός
- είναι μουρλός με τα αυτοκίνητα
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- (γίνεται) της μουρλής: για υπερβολική ακαταστασία, φασαρία, κοσμοσυρροή ή κατάσταση που έχει ξεφύγει από τον έλεγχο
Επεξεργασία
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
μουρλός
Επεξεργασία
- ↑ «μουρλός» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.