Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μουρλός η μουρλή το μουρλό
      γενική του μουρλού της μουρλής του μουρλού
    αιτιατική τον μουρλό τη μουρλή το μουρλό
     κλητική μουρλέ μουρλή μουρλό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μουρλοί οι μουρλές τα μουρλά
      γενική των μουρλών των μουρλών των μουρλών
    αιτιατική τους μουρλούς τις μουρλές τα μουρλά
     κλητική μουρλοί μουρλές μουρλά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μουρλός < (άμεσο δάνειο) βενετική murlo(n)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /muɾˈlos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /muɾˈli/ θηλυκό
ΔΦΑ : /muɾˈlo/ ουδέτερο

  Επίθετο επεξεργασία

μουρλός -ή -ό

  1. τρελός, ανισόρροπος, παλαβός
    ο άνθρωπος είναι μουρλός, μην τον ακούς!
  2. (...με κάτι) πωρωμένος με κάτι, μανιακός
    είναι μουρλός με τα αυτοκίνητα

Εκφράσεις επεξεργασία

Ταυτόσημο επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία