παραθετικά
θετικός foolish
συγκριτικός more foolish
υπερθετικός most foolish

  Ετυμολογία

επεξεργασία
foolish < fool + -ish

  Επίθετο

επεξεργασία

foolish (en)

  • ανόητος, βλακώδης, ηλίθιος, χαζός
    ⮡  Don’t be foolish!
    Μην είσαι ανόητος!
    ⮡  foolish remarks/opinions - ανόητες παρατηρήσεις/γνώμες
    ⮡  What you did was foolish.
    Αυτό που έκανες ήταν ανόητο/ηλίθιο.
    ⮡  a foolish question - βλακώδης ερώτηση
    ⮡  We mistook him as foolish, but he proved to be brilliant.
    Tον είχαμε για χαζό, αλλά αποδείχτηκε πανέξυπνος.
    ⮡  You will be foolish if you leave such a job/if you sell the house.
    Θα είσαι χάζος αν αφήσεις τέτοια δουλειά/αν πουλήσεις το σπίτι.
     συνώνυμα:  absurd, daft, derpy, dopey, dumb, goofy, idiotic, moronic, nonsensical, senseless, stupid, silly, thick και unwise