foolish
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | foolish |
συγκριτικός | more foolish |
υπερθετικός | most foolish |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαfoolish (en)
- ανόητος, βλακώδης, ηλίθιος, χαζός
- ⮡ Don’t be foolish!
- Μην είσαι ανόητος!
- ⮡ foolish remarks/opinions - ανόητες παρατηρήσεις/γνώμες
- ⮡ What you did was foolish.
- Αυτό που έκανες ήταν ανόητο/ηλίθιο.
- ⮡ a foolish question - βλακώδης ερώτηση
- ⮡ We mistook him as foolish, but he proved to be brilliant.
- Tον είχαμε για χαζό, αλλά αποδείχτηκε πανέξυπνος.
- ⮡ You will be foolish if you leave such a job/if you sell the house.
- Θα είσαι χάζος αν αφήσεις τέτοια δουλειά/αν πουλήσεις το σπίτι.
- ≈ συνώνυμα: absurd, daft, derpy, dopey, dumb, goofy, idiotic, moronic, nonsensical, senseless, stupid, silly, thick και unwise
- ⮡ Don’t be foolish!
Σύνθετα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- foolish - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 71, 167, 361. ISBN 9780194325684., λήμμα: ανόητος, βλακώδης, ηλίθιος