Αγγλικά (en) επεξεργασία

παραθετικά
θετικός idiotic
συγκριτικός more idiotic
υπερθετικός most idiotic

  Ετυμολογία επεξεργασία

idiotic < idiot + -ic

  Επίθετο επεξεργασία

idiotic (en)

  • ανόητος, ηλίθιος, χαζός
    Don’t be idiotic!
    Μην είσαι ανόητος!
    What you did was idiotic.
    Αυτό που έκανες ήταν ανόητο/ηλίθιο.
    You will be idiotic if you leave such a job/if you sell the house.
    Θα είσαι χάζος αν αφήσεις τέτοια δουλειά/αν πουλήσεις το σπίτι.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη foolish

  Πηγές επεξεργασία