fool
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
fool | fools |
fool (en)
- κάποιος ανόητος, ηλίθιος
- ο γελωτοποιός
Εκφράσεις
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | fool |
γ΄ ενικό ενεστώτα | fools |
αόριστος | fooled |
παθητική μετοχή | fooled |
ενεργητική μετοχή | fooling |
fool (en)