• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

fool

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Αγγλικά (en)
    • 1.1 Ουσιαστικό
      • 1.1.1 Εκφράσεις
    • 1.2 Ρήμα
      • 1.2.1 Δείτε επίσης

Αγγλικά (en) Επεξεργασία

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

fool (en)

  1. κάποιος ανόητος, ηλίθιος
  2. ο γελωτοποιός

ΕκφράσειςΕπεξεργασία

  • make a fool of

  ΡήμαΕπεξεργασία

fool (en)

  • εξαπατώ, κοροϊδεύω

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  • fool around
  • fool about
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=fool&oldid=3812603"
Τελευταία επεξεργασία στις 8 Μαΐου 2017, στις 23:33

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 8 Μαΐου 2017, στις 23:33.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie