Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας fool around
γ΄ ενικό ενεστώτα fools around
αόριστος fooled around
παθητική μετοχή fooled around
ενεργητική μετοχή fooling around

  Ετυμολογία επεξεργασία

fool around < → δείτε τις λέξεις fool και around

  Ρήμα επεξεργασία

fool around (en)

  • χαζεύω, τεμπελιάζω, χάνω χρόνο αντί να κάνω κάτι που θα έπρεπε να κάνω
    Don’t spend your time fooling around.
    Μην περνάς τον καιρό σου χαζεύοντας.
    Don’t fool around at work!
    Μην τεμπελιάζεις στη δουλειά σου!
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη loiter

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία