fool around
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | fool around |
γ΄ ενικό ενεστώτα | fools around |
αόριστος | fooled around |
παθητική μετοχή | fooled around |
ενεργητική μετοχή | fooling around |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
fool around (en)
- χαζεύω, τεμπελιάζω, χάνω χρόνο αντί να κάνω κάτι που θα έπρεπε να κάνω
Άλλες μορφές επεξεργασία
- fool about (και βρετανικά αγγλικά)