χαζεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χαζεύω < χαζός
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαχαζεύω
- γίνομαι χαζός
- (κατ’ επέκταση) χάσκω από έκπληξη, βλέπω, παρατηρώ κάτι με ανοιχτό το στόμα
- ξοδεύω τον καιρό μου παρατηρώντας πράγματα που είναι ευχάριστα, αλλά δεν με αφορούν άμεσα
- (μεταβατικό) παρακολουθώ κάποιον σε μεγάλη προσήλωση
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία χαζεύω
|