χάζι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χάζι | τα | χάζια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | χάζι | τα | χάζια |
κλητική | χάζι | χάζια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαχάζι ουδέτερο
- το να χαζεύει, να περνά κανείς την ώρα του κοιτάζοντας κάτι άνευ σημασίας
Συγγενικά
επεξεργασία→ δείτε τη λέξη χαζός
Εκφράσεις
επεξεργασία- έχω χάζι: είμαι ευχάριστος
- κάνω χάζι κάτι/κάποιον: με ευχαριστεί κάτι/κάποιος
- τον/την κάνω χάζι: τον/την γουστάρω
Μεταφράσεις
επεξεργασία χάζι
|
Πηγές
επεξεργασία- χάζι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
ΣτΕ: ως ελλειπτικό (μόνο με ονομαστική, αιτιατική ενικού) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Με ένδειξη«χωρίς γενική πληθυντικού»