γουστάρω
Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- γουστάρω < (άμεσο δάνειο) ιταλική gustare[1] ή από τη βενετική[2]
Προφορά Επεξεργασία
Ρήμα Επεξεργασία
γουστάρω (αργκό)
- (μεταβατικό) μου αρέσει πολύ κάτι / κάποιος, λαχταρώ
- τον γουστάρει πολύ καιρό τώρα, αλλά δεν του έχει μιλήσει
- (μεταβατικό) μου αρέσει
- κάνει πάντα ό,τι γουστάρει
- (αμετάβατο) νιώθω ικανοποίηση
- γουστάρω που δε θα κάνουμε αύριο μάθημα!
Επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη γούστο
Μεταφράσεις Επεξεργασία
Επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ γουστάρω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.