ενεστώτας hang about
γ΄ ενικό ενεστώτα hangs about
αόριστος hung about
παθητική μετοχή hung about
ενεργητική μετοχή hanging about

  Ετυμολογία

επεξεργασία
hang about < → δείτε τις λέξεις hang και about

hang about (en) (βρετανικά αγγλικά, ανεπίσημο)

  • χαζεύω, περιμένω κοντά σε ένα μέρος, χωρίς να κάνω πολλά
    ⮡  Men were hanging about on the street corners.
    Άνδρες στέκονταν (χάζευαν) στις γωνιές των δρόμων.
    ⮡  Why don’t you do something instead of hanging about?
    Γιατί δεν κάνεις κάτι αντί να χαζεύεις;
     συνώνυμα: hang around, → και δείτε τη λέξη loiter