ενεστώτας loiter
γ΄ ενικό ενεστώτα loiters
αόριστος loitered
παθητική μετοχή loitered
ενεργητική μετοχή loitering

loiter (en) (αμετάβατο)

  • χαζεύω, χασομερώ, στέκομαι ή περιμένω κάπου ειδικά χωρίς προφανή λόγο
    ⮡  He spent all morning loitering.
    Πέρασε όλο το πρωινό χαζεύοντας.
    ⮡  He is just loitering all day.
    Έτσι χασομεράει όλη την ημέρα.

Συνώνυμα

επεξεργασία