mill around
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | mill around |
γ΄ ενικό ενεστώτα | mills around |
αόριστος | milled around |
παθητική μετοχή | milled around |
ενεργητική μετοχή | milling around |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαmill around (en)
- (αμετάβατο) χαζεύω, ειδικά για μια μεγάλη ομάδα ανθρώπων που κινούνται σε μια περιοχή χωρίς να φαίνεται ότι πηγαίνουν πουθενά συγκεκριμένα