ενεστώτας mill around
γ΄ ενικό ενεστώτα mills around
αόριστος milled around
παθητική μετοχή milled around
ενεργητική μετοχή milling around

  Ετυμολογία

επεξεργασία
mill around < → δείτε τις λέξεις mill και around

mill around (en)

  • (αμετάβατο) χαζεύω, ειδικά για μια μεγάλη ομάδα ανθρώπων που κινούνται σε μια περιοχή χωρίς να φαίνεται ότι πηγαίνουν πουθενά συγκεκριμένα
    ⮡  They were milling around in the streets.
    Χάζευαν στους δρόμους.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη loiter

Άλλες μορφές

επεξεργασία