Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
mill mills

mill (en)

  1. ο μύλος, το μηχάνημα που χρησιμοποιείται για το άλεσμα των σιτηρών· το κτίριο στο οποίο στεγάζεται ο μύλος
      He is bringing flour from the mill.
    Φέρνει το αλεύρι από το μύλο.
      the roof of the mill - η στέγη του μύλου
  2. (συνήθως συνήθως με πολυλεκτικούς όρους) το εργοστάσιο που παράγει ένα συγκεκριμένο είδος υλικού
      a mill worker - εργάτης εργοστασίου
      a paper mill - εργοστάσιο χαρτοποιίας
      a cotton mill - βαμβακουργείο
      a steel mill - χαλυβουργείο
  3. (συνήθως συνήθως με πολυλεκτικούς όρους) ο μύλος, μια μικρή συσκευή, συνήθως χειροκίνητων, που χρησιμοποιούνται για κόψιμο ή για πολτοποίηση υλικών
      a coffee mill - μύλος του καφέ
      a pepper mill - μύλος για το πιπέρι
     συνώνυμα: grinder
ενεστώτας mill
γ΄ ενικό ενεστώτα mills
αόριστος milled
παθητική μετοχή milled
ενεργητική μετοχή milling

mill (en)

Παράγωγα

επεξεργασία