ενεστώτας grind
γ΄ ενικό ενεστώτα grinds
αόριστος ground, grinded
παθητική μετοχή ground, grinded
ενεργητική μετοχή grinding
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

grind (en)

  1. αλέθω
  2. τρίβω ερωτογενή ζώνη μου σε κάποιον - συνήθως σε ερωτογενή ζώνη κάποιου

Παράγωγα

επεξεργασία