ενεστώτας grind
γ΄ ενικό ενεστώτα grinds
αόριστος ground, grinded
παθητική μετοχή ground, grinded
ενεργητική μετοχή grinding
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

grind (en)

  1. (μεταβατικό) αλέθω, τρίβω, μεταβάλλω τα δημητριακά σε αλεύρι ή μεταβάλλω άλλες στερεές ουσίες σε σκόνη
      They go to the mill to grind wheat and corn.
    Πηγαίνουν στο μύλο, για να αλέσουν σιτάρι και καλαμπόκι.
      I am grinding the pepper.
    Αλέθω το πιπέρι.
      Grind the pepper with the pestle.
    Τρίψε το πιπέρι με το γουδοχέρι.
  2. (μεταβατικό) τρίβω κάτι για να κάνω κάτι πιο λείο ή πιο γυαλιστερό
      The waves grind (down) the rocks and make them smooth.
    Τα κύματα τρίβουν τα βράχια και τα κάνουν λεία.
  3. (μεταβατικό) τρίβω, συνθλίβω, πιέζω κάτι σε μια επιφάνεια
      He ground his cigarette into the ashtray.
    Έτριψε/Σύνθλιψε το τσιγάρο του στο τασάκι.
      The dirt on her hands was ground in.
    Η βρομιά στα χέρια της ήταν βαθιά τριμμένη.
  4. (μεταβατικό και αμετάβατο) τρίζω, τρίβω μεταξύ τους σκληρά αντικείμενα για να παράγω έναν δυσάρεστο θόρυβο
      She grinds her teeth when she is asleep.
    Τρίζει τα δόντια της όταν κοιμάται.
      He made the car’s gears grind.
    Έκανε τις ταχύτητες του αυτοκινήτου να τρίξουν.
      Parts of the machine were grinding together noisily.
    Μέρη της μηχανής τρίβονταν μεταξύ τους θορυβωδώς.
  5. (αμετάβατο) τρίβω ερωτογενή ζώνη μου σε κάποιον - συνήθως σε ερωτογενή ζώνη κάποιου

Παράγωγα

επεξεργασία