grind
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | grind |
γ΄ ενικό ενεστώτα | grinds |
αόριστος | ground, grinded |
παθητική μετοχή | ground, grinded |
ενεργητική μετοχή | grinding |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Ρήμα
επεξεργασία
grind (en)
- (μεταβατικό) αλέθω, τρίβω, μεταβάλλω τα δημητριακά σε αλεύρι ή μεταβάλλω άλλες στερεές ουσίες σε σκόνη
- ⮡ They go to the mill to grind wheat and corn.
- Πηγαίνουν στο μύλο, για να αλέσουν σιτάρι και καλαμπόκι.
- ⮡ I am grinding the pepper.
- Αλέθω το πιπέρι.
- ⮡ Grind the pepper with the pestle.
- Τρίψε το πιπέρι με το γουδοχέρι.
- ⮡ They go to the mill to grind wheat and corn.
- (μεταβατικό) τρίβω κάτι για να κάνω κάτι πιο λείο ή πιο γυαλιστερό
- ⮡ The waves grind (down) the rocks and make them smooth.
- Τα κύματα τρίβουν τα βράχια και τα κάνουν λεία.
- ⮡ The waves grind (down) the rocks and make them smooth.
- (μεταβατικό) τρίβω, συνθλίβω, πιέζω κάτι σε μια επιφάνεια
- ⮡ He ground his cigarette into the ashtray.
- Έτριψε/Σύνθλιψε το τσιγάρο του στο τασάκι.
- ⮡ The dirt on her hands was ground in.
- Η βρομιά στα χέρια της ήταν βαθιά τριμμένη.
- ⮡ He ground his cigarette into the ashtray.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) τρίζω, τρίβω μεταξύ τους σκληρά αντικείμενα για να παράγω έναν δυσάρεστο θόρυβο
- ⮡ She grinds her teeth when she is asleep.
- Τρίζει τα δόντια της όταν κοιμάται.
- ⮡ He made the car’s gears grind.
- Έκανε τις ταχύτητες του αυτοκινήτου να τρίξουν.
- ⮡ Parts of the machine were grinding together noisily.
- Μέρη της μηχανής τρίβονταν μεταξύ τους θορυβωδώς.
- ⮡ She grinds her teeth when she is asleep.
- (αμετάβατο) τρίβω ερωτογενή ζώνη μου σε κάποιον - συνήθως σε ερωτογενή ζώνη κάποιου