ενεστώτας grind out
γ΄ ενικό ενεστώτα grinds out
αόριστος ground out, grinded out
παθητική μετοχή ground out, grinded out
ενεργητική μετοχή grinding out

  Ετυμολογία

επεξεργασία
grind out < → δείτε τις λέξεις grind και out

grind out (en)

  • βγάζω, παράγω κάτι σε μεγάλες ποσότητες, συχνά κάτι που δεν είναι καλό ή ενδιαφέρον
    ⮡  I grind out verses and songs.
    Βγάζω αράδα στίχους και τραγούδια.