ground
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαground (en)
Σύνθετα
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
ground | grounds |
ground (en)
- (μη μετρήσιμο, συχνά the ground) το έδαφος, το χώμα, η στερεή επιφάνεια της γης
- ↪ He fell to the ground.
- Έπεσε στο έδαφος.
- ↪ I am standing on solid ground.
- Πατώ σε στέρεο έδαφος.
- ↪ I am lying out on the ground.
- Είμαι ξαπλωμένος στο χώμα.
- ↪ He fell to the ground.
- η γείωση
- η βάση, ο λόγος
Σύνθετα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | ground |
γ΄ ενικό ενεστώτα | grounds |
αόριστος | grounded |
παθητική μετοχή | grounded |
ενεργητική μετοχή | grounding |
ground (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) προσαράζω, μια βάρκα αγγίζει το έδαφος σε ρηχά νερά και δεν μπορεί να κινηθεί
- ↪ The ship grounded in shallow waters.
- Το πλοίο προσάραξε στα ρηχά.
- ↪ The ship grounded in shallow waters.
- (μεταβατικό, συχνά στην παθητική φωνή, για αεροσκάφη) καθηλώνομαι στο έδαφος, αποτρέπω την απογείωση ενός αεροσκάφους
- ↪ All the airplanes were grounded by fog.
- Όλα τα αεροπλάνα καθηλώθηκαν στο έδαφος από την ομίχλη.
- ↪ All the airplanes were grounded by fog.
- (μεταβατικό, αμερικανική σημασία, συνήθως στην παθητική φωνή) τιμωρώ με περιορισμό, περιορίζω ένα παιδί ή έναν νέο για να μην τους επιτρέπεται να βγαίνουν με τους φίλους τους για κάποιο χρονικό διάστημα
- (μεταβατικό, αμερικανική σημασία, συνήθως στην παθητική φωνή) γειώνω, κάνω ασφαλή τον ηλεκτρικό εξοπλισμό συνδέοντάς τον στο έδαφος με ένα καλώδιο
- ↪ grounded antenna - γειωμένη κεραία
- ↪ grounded wires - γειωμένα καλώδια
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαground (en)
Πηγές
επεξεργασία- ground (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- ground (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 260, 395. 745, 981. ISBN 9780194325684., λήμμα: έδαφος, καθηλώνω, προσαράζω, χώμα