αλεσμένος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
αλεσμένος< μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αλέθω
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.leˈzme.nos/
- συλλαβισμός : α‐λε‐σμέ‐νος
ΜετοχήΕπεξεργασία
αλεσμένος, -η, -ο
- που έχει αλεστεί
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αλεσμένος