• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

αλεσμένος

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Μετοχή
      • 1.3.1 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

πτώση ενικός
ονομαστική αλεσμένος αλεσμένη αλεσμένο
γενική αλεσμένου αλεσμένης αλεσμένου
αιτιατική αλεσμένο αλεσμένη αλεσμένο
κλητική αλεσμένε αλεσμένη αλεσμένο
πτώση πληθυντικός
ονομαστική αλεσμένοι αλεσμένες αλεσμένα
γενική αλεσμένων αλεσμένων αλεσμένων
αιτιατική αλεσμένους αλεσμένες αλεσμένα
κλητική αλεσμένοι αλεσμένες αλεσμένα

  Ετυμολογία Επεξεργασία

αλεσμένος< μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αλέθω

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /a.leˈzme.nos/
συλλαβισμός : α‐λε‐σμέ‐νος

  ΜετοχήΕπεξεργασία

αλεσμένος, -η, -ο

  • που έχει αλεστεί

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    αλεσμένος
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=αλεσμένος&oldid=4989096"
Τελευταία επεξεργασία στις 10 Φεβρουαρίου 2021, στις 06:22

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 10 Φεβρουαρίου 2021, στις 06:22.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie